Καθώς κοιτάζω τον εαυτό μου, διασχίζω εμένα. Μια διάφανη ροή, ζητά να δείξει στο σύμπαν, την Άνοιξη. Τεθλασμένα σ' αγαπώ, αλληγορικά, νουθετίζω το δίκιο. Μου υπαγορεύει το ένστικτο, να ακολουθήσω και να διαβώ, δύσβατους δρόμους. Δεν θέλω, μα κανείς δε ρωτά. Μόνος, χωρίς πανοπλία, χωρίς αγκάθια, χωρίς σπαθί και εξουσία, πώς να φέρω κοντά σου την Άνοιξη; Αυτή την εποχή, δεν αναζητούμε; Πώς να αφυπνίσω το Κατακαλόκαιρο; Πώς να ζητήσω από το Φθινόπωρο, να σε αντικαταστήσει; Πώς να πείσω τον Χειμώνα, να μην εγκαταλείψει το αύριο; Καθώς κοιτάζω τον εαυτό μου, ανακαλύπτω εσένα, τη χαμένη Άνοιξη! Εδώ κατοικείς. Πώς να σε κρύψω; Δεν μπορώ να υποθάλψω έναν μικρό "εγκληματία". Μη μου συνιστάς, Εγκαρτέρηση! Όλα λανθασμένα. Όλα ένα φευγαλέο μυστικό. Όλα ένας Εφιάλτης, πως δεν θα 'ρθεις. Όλα αληθινά μα όχι, κόσμια. Εσύ, εσύ, η χαμένη Άνοιξη, εσύ, η ζεστή Ατλαντίδα, εσύ, το γαλάζιο νούφαρο, του Αιγαίου το ροζ ακρογιάλι, εσύ, να με παραπλανάς, να με εμπνέεις, να με ταϊζεις: ανάγκ
Ήρθες και με τον γνωστό ναρκισσισμό σου, μου συστήθηκες ως Άνοιξη. Δε σε πίστεψα. Σε καμία περίπτωση δε θα μου επέτρεπα να σε πιστέψω. Τι κι αν κουβαλούσες μαζί σου τόσα χρώματα κι αρώματα; Τι κι αν τα χέρια σου τα κοσμούσαν περιβραχιόνια φτιαγμένα από ηλίανθους; Τι κι αν η αλογοουρά σου έμοιαζε να έχει δημιουργηθεί από λουλούδια; Ακόμη και το ένδυμά σου έμοιαζε να έχει κεντηθεί από βλαστούς που καρποφόρησαν μόλις τώρα. Τόσο φρέσκια έδειχνες, τόσο αναζωογονημένη. Σα να γεννήθηκες εχθές ένιωσα μα έμοιαζες κάπως μεγάλη για κάτι τέτοιο. Χρειάστηκε να προχωρήσεις για να διακρίνω τα σανδάλια σου. Χρυσά ήτανε και με παρέπεμπαν σε αυτά που έχω συνηθίσει τον Ερμή, τον γνωστό αγγελιοφόρο να φοράει. Φτερωτά ήτανε και τα δικά σου, μα έμοιαζαν περισσότερο με την ουρά περιστεριών. Ένα πουγκί που πριν δεν είχα προσέξει και παίρνω όρκο πως δεν κρατούσες, αιχμαλωτίζει τη ματιά μου. Μοιάζει χρυσής κατασκευής και δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να περιέχει. Σα να μάντεψες την σκέψη μου, το ανοίγεις και έν