Αφού μπορώ;
Κι αφού βρίσκονται, επιτέλους, εκτός κλουβί;
Αχ, Στεναγμέ
μου!
Αν ήσουν έκφραση,
θα ήσουν η έκφραση ενός τυφλού ανθρώπου, που μπορούσε να δει με την ψυχή του όσα
δε θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε εμείς και να κατανοήσουμε πλήρως.
Αχ, Στεναγμέ
μου!
Αν ήσουν τροφή,
θα ήσουν μια ουσία ενός θαυματουργού φυτού, που φυτρώνει μέσα σε γκρεμούς, μα ακόμη
ο άνθρωπος δεν εχει καταφέρει να ανακαλύψει και δε θα το ανακαλύψει ποτέ,
επειδή εσύ δεν το έχεις ακόμη βαθιά επιθυμήσει.
Θα ήσουν μια τροφή
– φάρμακο, που θα συνοδευόταν μόνο από καθάριο οξυγόνο…
Αχ, Στεναγμέ μου!
Αν ήσουν κόσμημα, θα ήσουν ένα περιδέραιο ανυπολόγιστης αξίας, που κάποιος το τοποθέτησε στο υπόγειο ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού και με τα χρόνια θάφτηκε κάτω από γερασμένα μπάζα.
Και δε σε βρήκανε ποτέ. Δε θα σε βρούνε. Υπάρχει ο χάρτης που δείχνει που σε κρύψανε, μα πριν ένα μήνα τον έσκισα και τον κατάπια σαν ύαινα όλο. Κι ήταν απόρροια του στεναγμού. Του βαθύ αυτού στεναγμού, που κάνει το ρουμπίνι του περιδέραιου να μεταλλάσσεται και να παίρνει το χρώμα βυσσινί. Πιο έντονο και πιο έντονο, που αν το κοιτάς νομίζεις πως θα φυτρώσουν στο στόμα σου τα δόντια ενός βρικόλακα. Και χαίρεσαι! Χαίρεσαι πολύ, γιατί έτσι θα έχεις την ευκαιρία να πιεις το αίμα αυτών που άδειασαν και σκόρπισαν σε άγρια ζώα πρώτα το δικό σου.
Αχ, Στεναγμέ μου!
Αν ήσουν επάγγελμα, θα ήσουνα σίγουρα αυτό του θηριοδαμαστή! Θα ήθελες, δήθεν, να δαμάσεις άγρια ζώα, μα με το μαστίγιο το ίδιο θα τιμωρούσες δεκάδες φορές την ημέρα τον εαυτό σου! Κι ας ήξερες πως το μαστίγιο στο είχαν ενώσει με τα δάχτυλά σου άλλοι! Άλλοι! Ανταριασμένα πρόσωπα άλλων, που διέσχισαν εποχές για να χιλιοματώσουν τη λευκή ψυχή μου, που τη δάνεισα πριν μέρες σε κάτι περαστικά αηδόνια για να τη φέρουν λίγο να σε δει και να σε σφιχταγκαλιάσει!
..........
Αν ήσουν επάγγελμα, θα ήσουνα σίγουρα αυτό του θηριοδαμαστή! Θα ήθελες, δήθεν, να δαμάσεις άγρια ζώα, μα με το μαστίγιο το ίδιο θα τιμωρούσες δεκάδες φορές την ημέρα τον εαυτό σου! Κι ας ήξερες πως το μαστίγιο στο είχαν ενώσει με τα δάχτυλά σου άλλοι! Άλλοι! Ανταριασμένα πρόσωπα άλλων, που διέσχισαν εποχές για να χιλιοματώσουν τη λευκή ψυχή μου, που τη δάνεισα πριν μέρες σε κάτι περαστικά αηδόνια για να τη φέρουν λίγο να σε δει και να σε σφιχταγκαλιάσει!
..........
Αχ, Στεναγμέ
μου!
Αν ήσουν συναίσθημα…
Όχι, όχι, λάθος!
Είσαι συναίσθημα,
είσαι! Σε αισθάνομαι! Κι είσαι βαρύ γαμώτο! Είσαι βαρύ! Ασήκωτο είσαι! Ασήκωτο!
Έκλεισα σφιχτά
στις χούφτες μου ένα λευκό σπίτι με μια πόρτα θαλασσιά, τόπος κατοικίας μόνο
για τους δυο μας και όταν στο προσέφερα προσεκτικά, άνοιξες διάπλατα τη χούφτα
σου και εκείνο δίχως να καλοσκεφτεί, «πήρε» τη μορφή λευκού περιστεριού και
πέταξε ψηλά!
Σε έναν απέραντο
ουρανό το είδαμε να ξεμακραίνει….
Προσπάθησα να το
φέρω πίσω μα ήταν τόσο περήφανο και ευτυχές στον ουρανό που σκέφτηκα ότι εκεί
ανήκει.
Εξάλλου
εξαγνισμός δεν είναι ο Έρωτας;
Ευφορία και
πίστη δεν είναι η Αγάπη;
Ας μείνει για
πάντα εκεί ψηλά, σαν Ύψιστος που βρήκε τον δρόμο του επάνω σε ένα και μοναδικό
αστέρι.
Ένα αστέρι,
λυχνάρι και οδηγός για όσους έχασαν το δρόμο τους παρακινούμενοι από ψεύτικους
και άκαρπους χάρτες.
Ώρες ώρες θα
’θελα να «κλέψω» ένα διθέσιο αεροπλάνο και να ’ρθω να σε βρω και να σε φέρω
πίσω, όμως η καρδιά μου σφίγγετε όταν ξέρει πως στην ουσία το μόνο που θέλω είναι
να σε αιχμαλωτίσω.
Θέλω να σε κάνω
το προσωπικό μου περιστέρι, τον αποκλειστικό μου «ταχυδρόμο», εκείνον που θα
γράφω ραβασάκια και δένοντάς τα με λεπτή, κόκκινη κλωστή στο λεπτοκαμωμένο,
μικροσκοπικό σου πόδι θα τα αφήσω να ταξιδέψουν και «ραντιστούν» από τις στάλες του Αιγαίου, του
Ουρανού και ενός βαθιού πελάγους που ο άνθρωπος δεν εχει ακόμη ανακαλύψει!
Τι εγωιστικό Θεέ
μου! Να θέλω να κάνω «ταχυδρόμο» την Αγάπη όταν ακόμη δεν έμαθα να «γράφω»! Να
τη βάζω να ταξιδεύει σε πολιτείες μακρινές, αψηφώντας όλους τους κινδύνους
μεταφέροντας τα γράμματά μου, όταν μόλις εχθές έμαθα να κρατώ την πένα.
Γιατί ναι, για
να μάθεις να γράφεις πρέπει πρώτα να μάθεις να μιλάς και εγώ είχα την απαίτηση
να προλαβαίνεις ότι θέλω να σου πω πριν καν αρθρώσω λέξη.
Αλλά έτσι
είμαστε οι άνθρωποι. Άρπαγες όλων, όπως πάντα!
Είμαστε ένας
βαθύς λάκκος από άμμο που το μόνο που θέλει δίπλα του είναι μια γούρνα με νερό,
αδιαφορώντας αν η γούρνα αυτό πού αποζητάει είναι ένα φυλλοβόλο και ένα
αειθαλές δέντρο.
Αχ! Αχ και να
μπορούσα να σε φέρω πίσω!
Αχ και να ήμουνα
σαν όλη τη συνήθη μάζα!
Να είχα
απαιτήσεις από ’σένα μα υποχρέωση καμία!
Ίσως μόνο όσες
είχα τολμήσει να δημιουργήσω και να διεκπεραιώσω εγώ!
Να το πάλι το
Εγώ!
Ίσως αν δεν
υπήρχε αυτό το καταραμένο «Ε», να μη μου είχες φύγει!
Ίσως τότε η φυγή
να ήταν ένα όνειρο που με το πρώτο φως τυλίχθηκε στο πέπλο μιας άλλης
ομιχλώδους μέρας.
Ίσως αν είχα
μάθει το Εμείς να το γράφω με μικρό το αρχικό του γράμμα και να μην το προφέρω
κραυγαλέα, να ήσουνα εδώ και να μου κράταγες το χέρι σφιχτά, σαν την πρώτη φορά
που μου είπες έλα στον κόσμο, στη ζωή μου.
Κάτι λίγο, από έναν "Στεναγμό" και μια "Φυγή"
που σε λύτρωση, πάντα, οδηγούν.
Να περνάτε όμορφα, εκφραστικοί.
Καλημέρα γλυκιά μου, μου κάνεις τη πρωινή μου "βολτίτσα" στο διαδίκτυο μία υπέροχη συναισθηματική έκρηξη. Τι υπέροχοι στίχοι τρυφεροί όπως πάντα.Ομορφούλα μου σου στέλνω αχτιδένια φιλάκια!
ΑπάντησηΔιαγραφήEυχαριστώ πολύ, αγαπημένη!
ΔιαγραφήΝα περνάς όμορφα!